Microstory
μικροσκοπικές ιστορίες γραφής
* Ονομάζομαι Νάστου Χριστίνα,είμαι 22 χρονών και σπουδάζω πληροφορική και ΜΜΕ στον Πύργο Ηλείας. Θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με την δημοσιογραφία. Η συγγραφή αποτελεί για εμένα ένα όνειρο που όμως γίνεται πραγματικότητα όταν τα συναισθήματα που βιώνω μετατρέπονται σε λέξεις.
Εγώ που χτύπησα,ο γέρος η βέσπα και οι πληγές που δεν κλείνουν
Χριστίνα Νάστου*
Που πάει και σκοντάφτει καμιά φορά η έρημη η τύχη.! Σου ‘ρχεται ουρανοκατέβατη εκεί που κοιτάς τ‘ αστεράκια. Γιατί ορθά τ’ αστέρια τα κέντησαν στον ουρανό. Μ’ αυτά τα δέντρα πως πάνε και ξεφυτρώνουν έτσι άναρχα; Σ’ ένα τέτοιο αναρχικό κατακόκκινο σκόνταψα κι εγώ. Τι σκόνταψα δηλαδή που έγινα ένα μ’ αυτό. Έσκισα το μάτι μου κι όχι αστεία, πήρα τρομάρα με όλο αυτό το αίμα που ανάβλυζε απ’ το δέρμα μου. Βρε τι σου ‘ναι τα καλά καθούμενα! Τ’ άστρα τα φταίνε που μου πλάνεψαν έτσι τα μάτια. Τ’ άστρα και η μαύρη μου η τύχη που σκόνταψε δίπλα του. Πέρναγε εκείνη την στιγμή απ’ το σημείο του ατυχήματος. Θέλησε να μου προσφέρει βοήθεια.
-Μήπως θέλεις να σε πάω μέχρι το κέντρο υγείας;
-Όχι ευχαριστώ, απάντησα όσο πιο ψυχρά μπορούσα, μπας κι έσωνα λίγη απ’ την ντροπή μου.
-Εντάξει, λέει και κάνει να ανέβει στο μηχανάκι να φύγει.
Τότε πήρα δεύτερη τρομάρα.
-Καλά, καλά, αφού επιμένεις τόσο σου επιτρέπω να με πετάξεις μέχρι το φαρμακείο, ήταν το καλύτερο που μπόρεσα να πω.
Κι αυτός χαμογέλασε, ουφ χαμογέλασε.
-Είναι η δεύτερη φορά που σε σώζω, μου λέει.
Εκεί χαμογέλασα εγώ.
Αυτός ο νεαρός διατηρεί το κατάστημα ρούχων απέναντι από το σπίτι μου. Έχει και μια κόκκινη βέσπα, αυτήν που είμαι τώρα πάνω και πηγαίνω στο φαρμακείο. Είμαι ερωτευμένη πολύ καιρό μ’ αυτή τη βέσπα και δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα βρεθώ πάνω της με τόσο ανορθόδοξο τρόπο. Πλατωνικός ήταν ο έρωτας και με την βέσπα και με αυτόν. Τους καμάρωνα απ’ το μπαλκόνι. Εκεί είχα κλειδωθεί την πρώτη φορά που με έσωσε. Γιατί βλέπεις η τζαμόπορτα του μπαλκονιού μου ασφαλίζει αν την κλείσεις απ’ έξω. Καθώς καθάριζα τα τζάμια λοιπόν δίνω μία και στην κλείνω. Την είχα πατήσει κι άλλες φορές αλλά ποτέ Κυριακή μεσημέρι , με άδειο τον όροφο και άδειο πεζόδρομο από κάτω. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Πάει, λέω, εδώ θα ξημεροβραδιαστώ. Κάποια στιγμή καθώς αγνάντευα τον πάντα άδειο πεζόδρομο, τον βλέπω να βγαίνει από το μαγαζί με έναν φίλο του. Ντρεπόμουν να του φωνάξω αλλά ήταν η μόνη μου ελπίδα. Φώναξαν κλειδαρά. Πάει σώθηκα. Από τότε δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε γεια. Μα για δες πως τα μαγείρεψε ξανά η τύχη.
Στο φαρμακείο, μου σουλούπωσαν λίγο το τραύμα, κι έπειτα ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Και ξανά από τότε δεν ανταλλάξαμε ούτε γεια. Δεν είναι αυτό το θέμα της ιστορίας μου. Στο φαρμακείο ήταν που συνέβη αυτό που θέλω να πω κι ήταν στ’ αλήθεια πολύ παράξενο πράγμα! Όσο η νεαρή φαρμακοποιός μου περιποιόταν το τραύμα μπήκε μέσα ένας ηλικιωμένος με μούσια και μαλλιά μακριά. Έδωσε την συνταγή στον γιατρό, κι όταν του έδωσε τα φάρμακα και του ζήτησε να υπογράψει στη συνταγή, εκείνος τον κοίταξε στα μάτια και χωρίς να πει τίποτα γύρισε κι έφυγε.
-Μυστήριο πράγμα, έκανε ο φαρμακοποιός. Τον έχεις ξαναδεί ρε Τζένη;
-Όχι, δεν θυμάμαι να έχει ξανάρθει. Τι ήθελε;
-Κάτι αντικαταθλιπτικά του είχαν γράψει.
-Δυστυχισμένος άνθρωπος είναι, τι τα θες; Ορίστε είσαι έτοιμη, έκανε σε εμένα, κι άλλη φορά να είσαι πιο προσεχτική! Να λες καλά που δεν το ‘βγαλες το μάτι!
-Ευχαριστώ, απάντησα ενοχλημένη για το κατσάδιασμα, και βγήκα.
Βιάστηκα να πάρω από πίσω τον γέρο. Αυτή η λεξούλα είχε στοιχειώσει το μυαλό μου. Α ν τ ι κ α τ α θ λ ι π τ ι κ ά.
Είχε εξαφανιστεί. Πάει καλά. Ανεβαίνω κι εγώ σπίτι. Ακούω φασαρία από τον δρόμο. Αμέσως χτυπάει και η πόρτα μου. Κοιτάζω από το ματάκι. Ο διαχειριστής. Φτου! Ανοίγω, χαμογελώ .
-Γεια σας ,λέω.
-Γεια σου κοπέλα μου, τα ‘χεις τα λεφτά; Δως τα μου και βιάζομαι να κατέβου. Κάτου γίνεται χαλασμός.
-Τι συνέβη;
-Ένας γέρος έπνιξε ένα γατί.
-Τι; Κουβέντα δεν μου είπε άλλη. Κατέβαινε τη σκάλα παρέα με τα λεφτάκια μου. Τον ακολουθώ.
«Κάτου» εκτός από τον κόσμο που είναι ανάστατος, ένας γέρος (ναι, αυτός που συνάντησα στο φαρμακείο) κρατάει ένα πεθαμένο γατί αγκαλιά και κάτι παιδιά που παίζανε πριν λίγο τώρα κλαίνε για « το καημένο το γατάκι ».
Να τι είχε γίνει. Ο γέρος βγαίνοντας από το φαρμακείο βρίσκει στο στενό κάτι παιδιά να παίζουν με 3 μικρά γατάκια. Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα κουλούρι και φωνάζει στα γατιά να πάνε κοντά του. Μόλις πλησίασαν τα γατιά αρπάζει το ένα, το γκρι, και το πνίγει. Τα παιδιά έμειναν άναυδα. Ο γέρος κάθισε κάτω και κρατούσε το γατί αγκαλιά.
Κάποιος φώναξε την αστυνομία.Όσο το οργισμένο πλήθος έβριζε το γέρο εκείνος καθόταν χωρίς να σαλεύει ούτε το κορμί,ούτε την ψυχή του.Καμία έκφραση δεν χρωμμάτιζε το πρόσωπό του.Ήτανε άσπρο σαν κομμάτι χαρτί.
Έφτασε η αστυνομία.Ο αστυνομικός τον πλησίασε,και κατάλαβε ότι ο άνθρωπος που είχε μπροστά του είχε κάπως χάσει τα λογικά του.Του μίλησε γλυκά.
-Γέρο εσύ έπνιξες το γατί;
-Όχι,εγώ απλά σταμάτησα αυτά τα παιδιά.
-Γιατί γέρο τι κάνανε;
-Γελούσαν!
-Και κακό είναι αυτό;
-Κακό, καλό το ίδιο.Εγώ δεν το μπορώ. Μήτε το δάκρυ μπορώ.Μόνο να πεθάνω μπορώ.
Αυτά είπε ο γέρος και τον οδήγησαν στο τμήμα.Μετά τι έγινε δεν ξέρω και δεν μπορώ με σιγουριά να πω. Μα μου φαίνεται πως κάπου τον ξαναπήρε το μάτι μου,μα μπορεί να το ονειρεύτηκα κι όλας..
Απ'όλα αυτά που έγιναν ένα ξέρω να πω. Το κεφάλι μου βαράει σαν ταμπούρλο και το αίμα από το μάτι μου τρέχει ακόμα.