top of page

Ο ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΗΣ

του Δημήτρη Χριστόπουλου*

Ονομάζομαι Δημήτρης Χριστόπουλος, 49 ετών, και είμαι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ζω και εργάζομαι στον Πειραιά. Το 2013 κυκλοφόρησε η πρώτη μου συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ, με τίτλο "δημόσιες ιστορίες". Έχω συγγράψει αρκετά εκπαιδευτικά βιβλία και διατηρώ το εκπαιδευτικό ιστολόγιο e-Τράπεζα φιλολογικών θεμάτων (www.dimichri65.blogspot.gr).

Ο Νίκος Σ. τηλεφωνεί στη γυναίκα του. Βάζει τα δυνατά του να της μιλήσει όπως τις άλλες φορές. Μην καταλάβει τo παραμικρό. 

«Το μεσημέρι μην με περιμένεις για φαγητό. Έχω δουλειά. Θ’ αργήσω». 

«Εντάξει, Νίκο μου, το βράδυ. Μην στενοχωριέσαι. Ακούς;»

Γνωρίζει καλά πως ο άντρας της έχει προβλήματα τελευταία  στη δουλειά του. Αλλά δεν μιλάει πολύ. 

«Σ’ αγαπώ» της λέει «πάντα σ’ αγαπούσα». 

«Έλα τώρα, κλείσε, μην σ’ ακούσει κανένας. Τι έπαθες τώρα; Τα λέμε».

Η Ελπίδα ψάχνει για δουλειά τους τελευταίους μήνες. Και πού δεν έχει ρωτήσει. Τίποτα. Αργότερα θα βγει να πάρει τις ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ. Έχει ένα περίεργο προαίσθημα από το πρωί. 

Ο Νίκος Σ. εδώ και δυο μέρες έχει φύγει απ’ τη δουλειά του. Όλα θρυμματίστηκαν μέσα του. Απλήρωτος από καιρό. Τον εκβιάζουν. «Αν φύγεις, θα τα χάσεις όλα. Κάνε υπομονή. Σκέψου το». Δεν το σκέφτηκε άλλο, δήλωσε την παραίτησή του, πέρασε από το λογιστήριο και διευθέτησε τις λεπτομέρειες. Έτσι απλά. 

Πρωί πρωί, όταν άφησε το σπίτι του, μπήκε τυφλά στο πρώτο πούλμαν που βρήκε στα ΚΤΕΛ και έφυγε. Δεν πρόσεξε καν τον προορισμό. Κατέβηκε σε μια επαρχιακή πόλη και περπάταγε, όλο περπάταγε. Συνάντησε ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό. Έκατσε σ’ ένα παγκάκι. Ολομόναχος. 

Η Ελπίδα το μεσημέρι βγαίνει και παίρνει τις εφημερίδες. Με το κόκκινο μπικ να στάζει και να της λερώνει το χέρι κυκλώνει βιαστικά ό,τι μπορεί να την ενδιαφέρει. «Ζητείται, ζητείται…, με προσόντα, προϋπηρεσία, ευκαιρίες εξέλιξης και επαγγελματικών ταξιδιών…». Σημειώνει ένα τηλέφωνο. Σκέφτεται να δοκιμάσει. Θα ήθελε να μίλαγε και με τον Νίκο. Να της πει κι αυτός τη γνώμη του. 

«Κυρία μου, από προχθές υπάρχει μια κενή θέση στο τμήμα τάδε. Ναι, μπορείτε να περάσετε τώρα κιόλας να σας δούμε από κοντά. Ο προηγούμενος μάς άφησε στα κρύα του λουτρού. Παράξενος άνθρωπος. Ανυπόμονος. Ελπίζω με σας να μην υπάρξει πρόβλημα. Βλέπετε, έχουμε άμεση ανάγκη να βρεθεί αντικαταστάτης με παρόμοια προσόντα… Και κάτι ακόμα· αύριο πρωί πρωί πρέπει να μεταβείτε εκτάκτως στα Φάρσαλα. Κάτι επείγον. Ωραία. Πολύ χαίρομαι. Δεν έχετε πρόβλημα με τα λεφτά. Τέλεια. Σας περιμένουμε». 

«Πού να έρθω; Πώς είπατε; Λεωφόρος… 151».

Μένει με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορεί, λέει, κάποιο λάθος θα ’γινε. Ελπίζει, όταν έρθει ο Νίκος, να της εξηγήσει τι συμβαίνει. 

Αργά το βράδυ, αφού έχει επιστρέψει ευχαριστημένη από τη νέα της δουλειά, το τηλέφωνο: «Η κυρία Ελπίδα Π.; Η ίδια; Από την Αστυνομική Διεύθυνση Φαρσάλων. Κυρία μου, πρέπει να σας ανακοινώσουμε ένα δυσάρεστο γεγονός. Λυπούμεθα ειλικρινά».

bottom of page