top of page

Ο Γραμματόπουλος Γιώργος είναι 18 χρονών. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή τηςΚομοτηνής. Το πιο μεγάλο του προσόν είναι το πάθος του για την σύνθεσηπεζών. Το πιο μεγάλο του ελάττωμα το πάθος του για τη σύνθεση ποιημάτων.Γράφει περίπου μια δεκαετία.

Η γιαγιά μου η Μαρία 

του Γραμματόπουλου Γιώργου*

 

Επικοινωνήστε με τον

Γιώργο Γραμματόπουλο

Δεν σου έχω πει ποτέ για τη γιαγιά μου. Τεχνικά δεν ήταν γιαγιά, μα προγιαγιά. Αυτό όμως την έκανε να αισθάνεται τόσο μεγάλη, τόσο λείψανο που το κόψαμε. Ενενηνταφεύγα η γιαγιά, δεν ήταν να την κοντράρεις. Ένα κεφάλι ξερό σαν την Καλαχάρι, και με το δίκιο της, δηλαδή. Μάζευε σοφία όταν ακόμη ο Μητσοτάκης βύζαινε. Δεν τολμούσαμε να της γυρίσουμε λόγο. Ήξερε πως είχε πάντα δίκιο, και το ξέραμε κι εμείς.

Αλλά κάποιες στιγμές, κάτι βράδια Αυγούστου με κόκκινο φεγγάρι, την έπιανε μια σφίξη στο στέρνο, κι έψαχνε να ανασάνει. Δεν ήταν η ηλικία, όχι, η γιαγιά ήταν κοτσονάτη, πέρδικα με τα όλα της. Και παρά το μικροκαμωμένο, γυρτό της σώμα, ήξερε να φροντίζει τον εαυτό της κι εμάς. Εκείνα τα βράδια του Αυγούστου, μόνο τότε, χάζευε το φεγγάρι και σαν κάτι να μονολογούσε. Κι όσο κοκκίνιζε, τόσο πιο βαθιά το έψαχνε η ματιά της, τόσο πιο πολλά έβλεπε πάνω του. Τα βλέφαρά της κέντραραν, λες και... Όχι, δεν υπάρχει παρομοίωση, ήταν ένα μοναδικό κράμα πόνου και γέλιου και συγκίνησης, που άμα δεν το δεις, δεν το ξέρεις.

Ήμουν μικρός όσο ζούσε, και δεν ένιωθα. Την αγαπούσα για τα σμυρναίικά της. Όλα τα σμυρναίικα. Και τα σουτζουκάκια, και τα τραγούδια, και τα γιατροσόφια. Πολύ αργότερα, όταν είδα την «Πολίτικη Κουζίνα», θυμόμουν τα λόγια της, το κεσάμαμουτ για πάσα νόσο και μαλακία, την κανέλα στον κιμά, το ούτι που πάντα έπαιζε κάπου πίσω… Να, από τότε αγαπώ το ούτι. Κι είχε μια φωνή η καημένη, όχι καλή, προφεσόρικη. Τραγουδούσε με τα κότσια της. Και κάπου κάπου δάκρυζε.

Δεν ήξερα τότε ακόμα πως θα γίνω παραμυθάς. Μα έμαθα, με την φωνή της, τα πρώτα μου παραμύθια. Και κατάλαβα την διαφορά αναμεταξύ στο παραμύθι από το χαρτί, αυτό που παίρνει η νταντά να σου διαβάσει σαν συναλλαγή, για να κοιμηθείς και να ησυχάσει, και στο παραμύθι από την καρδιά, αυτό που το ακούς και λες, δεν μπορεί να μην είναι αλήθεια. Μου έμαθε κάτι χωράφια χρυσά, πέρα, ως εκεί που φτάνει το μάτι, με δέντρα ανάμεσα, μουριές, συκιές, καρυδιές ψηλές, και πλούσιες, όχι σαν τις ελλαδίτικες, τις άκαρπες. Μου έμαθε τις φωτιές στις πλατείες, και κάτι φιλιά στις τουρκογειτονιές, εκεί που δεν σε παίρνουν τα μάτια πίσω από τα καφάσια. Και την εκκλησία του Άη- Δημήτρη, με ένα καμπαναριό ψηλό, τόσο, που ο διάκονος έβλεπε τον ιμάμη στον μιναρέ και του απαντούσε με την καμπάνα.

Γιατί στα λέω όλα αυτά; Όχι, αυτή η ιστορία δεν έχει σκοπό, δεν έχει δίδαγμα. Τα βαρέθηκα τα διδάγματα, ούτε δάσκαλος είμαι, ούτε ιεροκήρυκας. Η γιαγιά μου, όταν μεγάλωσα, και τα παραμύθια άλλαξαν, μου έλεγε για διδάγματα. Πώς τα καρφώνανε στην πόρτα στην εκκλησία του Άη- Δημήτρη, πρώτα, και μετά στο τζαμί της πλατείας. Και πώς στο τέλος, ούτε εκκλησία έμεινε, ούτε τζαμί. 

Μια φορά πήγαν να της πουν πως θα πάνε στην Σμύρνη, να βρουν το σπίτι. Δεν πήγε, δεν πρόλαβε, γιατί έφυγε. Καημό είχε να πάει, και αυτή η υπόσχεση της πήρε το χαμόγελο από το νεκροκρέβατό της. Για καιρό πίστευα πως ήθελε να πάει να ξαναζήσει εκεί. Την ρώτησα λοιπόν, και μου είπε:

«Να πάω να κάνω τι; Τον γείτονά μου θα τον έχω; Τους συγχωριανούς μου; Τη μάνα μου; Θέλω να γυρίσω σπίτι γιατί σπίτι εμείς από τότε δεν είχαμε. Να δω πως είναι. Πώς το έχουν περιποιηθεί. Δε με νοιάζει. Έχω οικογένεια εδώ. Και τα χρυσά στο υπόγειο, μακάρι να τα βρήκε κανένας καλός άνθρωπος, να βοήθησε κόσμο. Χριστιανός, μουσουλμάνος, δεν με ενδιαφέρει.»

Ξέρω τι θα πεις, η ιστορία αυτή είναι μικρή. Ναι, μα δεν είναι ιστορία, είναι παραμύθι. Εγώ ό,τι είχα να πω, το είπα. Κι αν μου ξέφυγε και καμιά λέξη παραπάνω, με συγχωρείς, είναι που, όταν αγαπάς, κάνεις με το νου σου σενάρια.

 

bottom of page