top of page

Ο Γραμματόπουλος Γιώργος είναι 18 χρονών. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή τηςΚομοτηνής. Το πιο μεγάλο του προσόν είναι το πάθος του για την σύνθεσηπεζών. Το πιο μεγάλο του ελάττωμα το πάθος του για τη σύνθεση ποιημάτων.Γράφει περίπου μια δεκαετία.

Μια θέση κενή 

του Γραμματόπουλου Γιώργου*

 

Επικοινωνήστε με τον

Γιώργο Γραμματόπουλο

«Να κάτσω δίπλα σας;» τους ρώτησε μια φορά κι έναν καιρό, μα γύρισαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν προς την αντίθετη μεριά.

 

Μην το πάρεις στραβά. Δεν είναι ότι έψαχνε σαν χαζός για φίλους. Απλώς ο κόσμος έχει ξεμείνει από θέσεις να κάτσεις. Κάποιοι κουράζονται όταν τον έχουν δίπλα τους, άλλοι πιο αργά, άλλοι νωρίτερα. Και είναι καλύτερα όσο πιο νωρίς, γιατί δεν συνηθίζει στην ηρεμία της άνεσης, κι όταν χρειάζεται να τον πετάξουν πάλι κάτω, δεν το παίρνει κατάκαρδα. 

Έχει φτάσει σε σημείο μέχρι και να σηκώνεται να κάτσουν άλλοι, ή επίτηδες να μένει όρθιος, για να μην τον πονέσει όταν θα του πουν πως δεν τον θέλουν εκεί πέρα, γιατί δεν τους αρέσει το πώς μοιάζει ή κινείται ή φέρεται. Και να δείχνει από την αρχή πως είναι ενοχλητικός, κακός, εκνευριστικός, για να τον πετάξουν έξω το δυνατόν πιο γρήγορα, να γυρίσει στην περήφανή του ορθοστασία. Και να μην τον νοιάζει αν κατεβάζει καρέκλες στον δρόμο του, γιατί, στην τελική, δεν θα κάτσει και ποτέ πάνω  τους, κι έτσι, ποιος νοιάζεται; Και να γίνεται αδιάφορος, να παρατά την ευγένειά του, το πιο πολύτιμό του που κρατούσε, μόνο γιατί κανείς δεν θέλει να του απαντήσει. Τι νόημα έχει να είσαι καλός και γλυκός στα ντουβάρια; Δεν είναι ότι τον μισούν, όχι, απλώς δεν τους αρέσει. Γιατί να τον μισήσουν, δεν τους έκανε και τίποτα ποτέ. Μα τι τους έχει πιάσει τους ανθρώπους, να μισούν όταν δεν τους κάνεις τίποτα; Δεν έχει βλάψει ποτέ κανέναν αθώο, κι ας γίνεται που και που λίγο σκληρός, λίγο ερειστικός αν θες, και ενοχλεί. Δεν είπε ψέματα, μα κι αν το’ κανε, δεν ήταν για να πληγώσει κανέναν, μόνο για να φτιάξει λίγο τον χαλασμένο του εγωισμό.

Και δεν έχει βρει μια θέση χρόνια, τρέχει δεξιά κι αριστερά, να κοιτάξει από κάπου το ηλιοβασίλεμα. Όταν οι άλλοι κάθονταν και βλέπαν τηλεόραση, αποχαυνώνονταν στην νέκρα της πολυθρόνας που βρήκαν, αυτός έψαχνε τις χαρές στο τρέξιμο. Όπως και να’ χει, μόνο όρθιος μπορείς να δεις το ηλιοβασίλεμα.

 

Χαμογέλασε και σ’ αυτούς, τους είπε καληνύχτα κι έφυγε.

Μα κάποτε, ένα βράδυ, σχεδόν ξάστερο, είδε, σε ένα παροπλισμένο λεωφορείο, χαμένο κάπου μέσα στην πόλη, μια θέση κενή, δίπλα σε έναν ξανθό. Τα μάτια του έλαμψαν. Κι αν αυτό σου ακούγεται κλισέ, έπρεπε να τα’ βλεπες, πως έσταξαν, πως τα δάκρυα τα σκέπασαν, και μετά έσταξαν πάνω το μάγουλό του, να του κάψουν σαν λάβα τη σάρκα. Πέρασαν από μπροστά του όλες εκείνες οι φορές που τον έσπρωξαν ή έδιωξαν. Έχεις δώσει ποτέ κόκαλο σε αδέσποτο; Έτσι κοιτούσε τον τύπο. Στην αρχή, σκεφτόταν, να κάτσει; Περίεργη η φάτσα του, όχι περίεργα κακή, αυτό το αντέχει, περίεργα απροσδιόριστη, περίεργα νορμάλ. Κι αν δεν τον θέλει εκεί; Οι άνθρωποι που τους λείπει πιο πολύ να τους αγαπούν, αυτοί είναι που θα σε σταματήσουν από να τους αγαπάς, αν δεν το αξίζουν. Δεν μπορεί, κάτι πάει στραβά. Κανείς να μην κάτσει εκεί; Γιατί; 

Δεν συνηθίζει να κάθεται, αν δεν τον καλέσουν. Για αυτό και δεν κάθεται ποτέ. Κανείς δεν εμπνέεται να τον φωνάξει. Κι αν κάτσει και συνηθίσει να κάθεται, πώς θα το αντέξει, όταν θα τον σηκώσουν; Όχι, καλύτερα άστο. Στην τελική δεν χάνουμε τίποτα, καθόσον τίποτα δεν έχουμε. Για αυτά είμαστε τώρα; 

Έτρεξε τρομοκρατημένος έξω από το λεωφορείο. 

Αυτήν την φορά, όμως, δεν γύρισε στον κόσμο, δεν είχε άλλες αντοχές να ψάξει. Σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει, και χώθηκε μέσα σε μια σπηλιά, με αλαφρόπετρα κάτω, για να κοιμάται.

Έπιανε την αλαφρόπετρα και σκάλιζε τους τοίχους, κι όλοι τον έβγαζαν φρικιό, γιατί, ποιος ο λόγος να γδέρνεις ντουβάρια, όταν μπορείς να κάτσεις στην πολυθρόνα; Και  τότε, θαύμα, άρχισαν να του προσφέρουν θέσεις, μόνο για να χαζέψουν τον σαλό που σκαλίζει τους τοίχους. Λέγανε πολλά για αυτόν, κι αυτός σε κάθε που τον ρωτούσαν, απαντούσε με όλη του την αλήθεια. Και μόλις τα μάθαιναν, δεν τους αρκούσε, και τον έδιωχναν πάλι. Ποτέ δεν παρεξηγούσε, τουλάχιστον δεν το είπε ποτέ. Και για να μην σκάσει από την χολή που τον τάιζαν, σκάλιζε κι άλλους τοίχους.

 

Κάποτε τα τίναξε μέσα στην σπηλιά, μόνος, μόνο με τους τοίχους του.

Κι ανέβηκε, κι έκανε να πάει μόνος του στον διάολο, μα του φωνάζει ο Θεός: «Που πας εσύ μόνος σου;»

«Θεέ μου, πάω κατά κει που δεν θέλει κανείς να πάει. Όλη μου τη ζωή ενοχλούσα κάποιον. Δεν ξέρω γιατί, μα ενοχλούσα. Εκεί δεν ενοχλώ κανέναν».

Γαλήνεψε το πρόσωπό του Κυρίου, κι «έλα δω, παιδί μου» του λέει. «Έλα δω παιδί μου. Ποιος σου είπε πως το να κάθεσαι σε κάνει άνθρωπο; Κοίτα γύρω σου. Δεν είναι το πόσο κάθισες το θέμα, μα πόσο σε βάλαν να περπατήσεις.»

 

 

Η φωτογραφία είναι της Γεωργίας Κ. Πετροπούλου (Giouly Ptp).

bottom of page