top of page

Ηλί, Ηλί

του Λάμπρου Δερμεντζόγλου*

Λάμπρος γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έκτοτε ζεi, ονειρεύεται, αγαπά, πίνει και μεθά​.

Τα παραθυρόφυλλα κλειστά, οι κουρτίνες βαριές, πνίγουν τις τελευταίες προσπάθειες του φωτός να χωθεί με κάθε τροπο στο διαμέρισμα μου. Το βινύλιο γυρίζει με ρυθμό 33 στροφών στο κουρασμένο από τα χρόνια πικάπ. Η βελόνα σχεδόν αυτάρεσκα ξύνει τα αυλάκια του προσφέροντας ένα ηδονικό χρατς. Το σαξόφωνο παίζει στους ρυθμούς ενός παρακλητικού «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί».

 

Ανάμεσα στο bourbon και στις βαθιές εισπνοές του καπνού αναρωτήθηκα που είχα ξαναδεί το κορίτσι στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Όμορφη όσο νομοτελειακά όμορφα μπορεί να είναι τα 19 χρόνια. Με σκούρο δέρμα και μαλλιά πλεξούδες. Με μάτια που λάμπανε και χείλη που λέγανε ιστορίες ανθρώπινης φρίκης από τους πολέμους στη Σομαλία, το λοιμό στην Ζιμπάμπουε, την προσφυγιά του Μάλι, τη σκλαβιά των αδαμαντωρυχείων της Σιέρα Λεόνε.  

 

Την αναζήτησα στα συσσίτια της εκκλησίας με το τενεκεδένιο σκεύος στο χέρι, σε μια ουρά που όλο μάκραινε από λευκούς μαύρους και κίτρινους, για μια κουτάλα φασολάδα. Την έψαξα στα υπόγεια της οδού Αχαρνών, τις αποθήκες ανθρώπων, στοιβαγμένη ανάμεσα σε κορμιά που βρωμάγανε ιδρώτα και ανθρώπινες εκκρίσεις, να χωράει τον ύπνο της στους γλιτσιασμένους τοίχους και τα ποντίκια. Την είδα στα πεζοδρόμια της Σόλωνος, βράδυ Σαββάτου, με έντονο μακιγιάζ, να σκύβει σε ανοιχτά παράθυρα πολυτελών αυτοκινήτων, ευτελών ανθρώπων και να χάνεται στο σκοτάδι προσφέροντας τα τρυφερά της νιάτα βορά σε αδηφάγους φαλούς και ξηλωμένες από τα πορτοφόλια τσάπες. Τη φαντάστηκα σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, εκεί που ο χαμηλός φωτισμός και το σκούρο της δέρμα έκρυβαν επιμελώς την αηδία και το ροζ της ντροπής στα μάγουλά της. Τη συνάντησα στις πιάτσες της πρέζας άλλοτε να μεταφέρει το θάνατο και άλλοτε να τον καταπίνει λαίμαργα μήπως και τη φοβηθεί. Την ονειρεύτηκα ανάμεσα σε δεκάδες τίτλους κλεψίτυπων CD ελληνικού μπουζουκομπαρόκ και τσάντες χειρός δυτικότροπης πολυτέλειας και κινεζικής κατασκευής. Την έψαξα στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας ανάμεσα σε χιλιάδες πιότερο εξαθλιωμένους, σκυφτή στο μεροκάματο της πείνας στην Ελλάδα του Μεσαίωνα. Προσπάθησα να την αναγνωρίσω ανάμεσα στα στοιβαγμένα κουφάρια των ναυαγίων της Λαμπεντουζα, της Σάμου, και της Σύμης εκεί που ακόμα και ο θάνατος εκμαυλίζεται από τη ρετσέτα του λαθρομετανάστη.   

 

Μα όσο κι αν θα μπορούσε να ήταν παντού, δεν ήταν πουθενά.

 

Τη βρήκα νεκρή στην Ελλάδα της κρίσης από χέρι φασίστα. Στη χώρα που συνάντησε την ευτέλεια και το μίσος που επιδίωξε να αφήσει πίσω της.

 

Το κορμί της σε κάποιο κάδο σκουπιδιών, τα μαλλιά της ματωμένα από το λοστάρι που έσκισε το κρανίο της. Νεκρή ανάμεσα σε συσκευασίες μαργαρίνης και φτηνά υπολείμματα συσκευασμένων τροφών. Χωρίς μάνα να την κλάψει, αδερφή να τη θρηνήσει, χωρίς παραλήπτες, χωρίς κηδείες, αγνώστου δόγματος και πατρός ένα μαύρο κουφάρι κατάλοιπο μιας άδειας και σύντομης ζωής. Ο αριθμός 5 της ημερήσιας αστυνομικής αναφοράς του τμήματος Πατησίων.

 

«Έγκλημα ανεξιχνίαστο», σημειώνει ο Αρχιφύλακας υπηρεσίας και υπομειδιά. Όχι για το έγκλημα, μα για το ανεξιχνίαστο.

 

Το βράδυ θα πάει να δει τα αγόρια από την οργάνωση. Ίσως φορέσει τη μαύρη κουκούλα και βγει και ο ίδιος παγανιά. Καιρό τώρα το αρνείται μα κάποια στιγμή πρέπει να το κάνει.

 

Δυο μαύρα μάτια κάπου στην Αφρική δακρύζουν καθώς τραγουδούν το “Kumbaya my lord”.

 

Καληνύχτα σκουρόχρωμο κορίτσι. Αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ…

Επικοινωνήστε με το Λάμπρο Δερμεντζόγλου

  • facebook-square
  • twitter-bird2-square
bottom of page