top of page

Ονομάζομαι Λένα Ανθάκη. Γεννήθηκα το 1986 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στη Χαλκιδική, όπου κατοικώ μέχρι σήμερα. Το 2008 αποφοίτησα από το τμήμα φιλοσοφίας- παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αρθρογραφώ σε τοπική εφημερίδα. Εδώ και λίγα χρόνια, ασχολούμαι με τη συγγραφική τέχνη.

Απών

Λένα Ανθάκη *

 

Επικοινωνήστε

Οι ακτίνες του ηλίου είχαν τρυπώσει από το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο και απλώνονταν μέσα στο υπνοδωμάτιο απειλητικά σαν μικρές φλόγες. Έσπρωξα το παράθυρο να ανοίξει τελείως και κοίταξα ευθεία μπροστά μου τον ορίζοντα, αναπνέοντας την καθαρότητα και τη γαλήνη της ατμόσφαιρας. Αμέσως, ήρθε στο νου μου μια υπέροχη εικόνα, που μου γέμισε τα μάτια με δάκρυα νοσταλγίας.

 

Πριν πολλά χρόνια, μια ηλιόλουστη μέρα, όπως η σημερινή, στο συνηθισμένο καταπράσινο πάρκο ο πατέρας κι εγώ περπατούσαμε χέρι-χέρι, οι δυό μας, κοιτάζοντας την ομορφιά της φύσης και νιώθοντας ελεύθεροι, όπως τα πουλιά που πετούσαν ολόγυρα μας, σχηματίζοντας διάφορα ακανόνιστα σχέδια στον πεντακάθαρο ουρανό. Ο πατέρας μού μάθαινε συνεχώς καινούρια πράγματα κι αυτό που θυμάμαι από εκείνον τον ανέμελο περίπατο ήταν ένα κοριτσάκι, περίπου στην ηλικία μου, που στεκόταν μόνο του κάτω από ένα τεράστιο πεύκο κι έκλαιγε, γιατί πεινούσε, όπως είχαμε καταλάβει να λέει, κλαίγοντας. Τότε ο πατέρας έβγαλε από την τσάντα του το ένα από τα δύο πεντανόστιμα σάντουιτς της μαμάς και της το πρόσφερε, δημιουργώντας στο προσωπάκι της το πιο όμορφο και αληθινό χαμόγελο, που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Μετά, θυμάμαι, έκοψα κι εγώ το μισό από το δεύτερο σάντουιτς και της το έδωσα, λέγοντας: «μη σταματάς να χαμογελάς». Αυτή η εικόνα δε θα σβήσει ποτέ  από τη μνήμη μου.

 

 Πάντα ευαίσθητος και πρόθυμος να βοηθάς τους γύρω σου. Γύρισα και σε κοίταξα. Μου χαμογελάς. Πάντα μου χαμογελούσες. Αυτό μου αρκούσε. Τώρα δε μου αρκεί. Το χαμόγελό σου δεν είναι πια πραγματικό. Δε με κοιτάς στα μάτια, όμως με ακούς προσεκτικά. Με βλέπεις με τον δικό σου τρόπο. Καθημερινά μπροστά μου τόσες δυσκολίες, τόσα προβλήματα και τα δάκρυα απελπισίας κυλούν ανενόχλητα! Περνούν στιγμές αγανάκτησης, στιγμές πίκρας, βαμμένες με ένα μουντό, γκρίζο χρώμα, που όσος καιρός κι αν περάσει δεν ξεθωριάζει. 

 

Εσύ καλοντυμένος, κομψός με ένα βλέμμα ήρεμο, φωτεινό. Στέκεσαι δίπλα μου, όπως στεκόσουν τότε, από την πλευρά του κινδύνου, προστατεύοντάς με. Στο δρόμο είμαι σίγουρη πως θα με ρωτούσες αν πεινάω, αν κρυώνω, αν κουράστηκα από το περπάτημα. Πάλι μου χαμογελάς. Ώρες-ώρες ξέρω ότι θυμώνεις με τα λάθη μου ή με ό,τι θα ήθελα να κάνω, που κατά τη γνώμη σου είναι λάθος. Ο θυμός σου, όμως χάνεται γρήγορα- έτσι γρήγορα χανόταν ανέκαθεν- και μου χαμογελάς πάλι με τον δικό σου γλυκό τρόπο. Νιώθω μικρό κορίτσι. Ναι, αυτό ήμουν για σένα, το κοριτσάκι σου. Μόνο που τώρα δε χρειάζομαι ούτε παραμύθια, ούτε παιχνίδια, ούτε τραγούδια, ούτε εκείνη την αγκαλιά ψηλά στους ώμους σου, που πάντα μου άρεσε. Τώρα χρειάζομαι τα λόγια σου, που ήταν αυστηρά κι όμως τα πιο σωστά. Χρειάζομαι το χέρι σου να με καθοδηγεί, όταν χάνω το δρόμο. Χρειάζομαι την αγκαλιά σου και τα χάδια σου, όταν κάτι στραβώνει, κλέβοντας  το χαμόγελο μου. Χιλιάδες σκέψεις πηγαινοέρχονται συνέχεια.

 

Μίλα μου! Μη σωπαίνεις!Μην κοιτάζεις αλλού! Θα καταλάβω πώς νοιώθεις και οι συμβουλές σου θα πάρουν την πρώτη θέση στο μυαλό μου. Να είσαι σίγουρος. Τώρα βρισκόμαστε στο σπίτι μας. Απόλυτη ησυχία. Την λάτρευες. Μόνο οι δείκτες του ρολογιού ηχούν στο βάθος του σαλονιού. Κάθομαι στον αναπαυτικό, τριθέσιο καναπέ κι εσύ πλάι μου, στη δική σου θέση. Πέρνω στα χέρια μου το βιβλίο σου, που άφησες μισοτελειωμένο και ξεφυλλίζω βιαστικά τις σελίδες του. Έχει ακόμη τη μυρωδιά σου, αυτή τη μοναδική μυρωδιά, που δε θα ξεχάσω ποτέ. Σε κοιτάζω, νοσταλγώντας όλες εκείνες τις χαρούμενες στιγμές μας, που έφυγαν. Δεν ξέρω τι θα ήθελες να μου πεις τώρα, αλλά θα ήθελα να μάθω αν νιώθεις καθόλου περήφανος για το κοριτσάκι σου, που μεγαλώνει και για ό,τι έχει καταφέρει μέχρι τώρα, χωρίς εσένα. Έχω ανάγκη να ακούσω τη φωνή σου. Αυτή μου έλειψε. Αυτή θα μου λείπει. 

 

ΧαΪδεύοντας και κοιτάζοντας  το χάρτινο, πλέον, πρόσωπό σου, το οποίο κάποτε μου χάριζε ασφάλεια και ελπίδα, αποκοιμιέμαι...

 

 

bottom of page