Microstory
μικροσκοπικές ιστορίες γραφής
25η ώρα
Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα*
* Είμαι 42 ετών. Γράφω από μικρό παιδί, όμως μόνο όταν ήρθε στη ζωή μου ο γιός μου πριν τρία χρόνια ένιωσα ότι μπορώ να μοιραστώ τις λέξεις μου, τις εικόνες μου. Καλλιτεχνική φύση που πήρα λάθος κατεύθυνση, μπορώ επιτέλους να γράφω, να ζωγραφίζω, να παίζω πιάνο. Να κλαίω χωρίς να φοβάμαι. Να γελάω χωρίς να συγκρατούμαι. Να ονειρεύομαι μια καλύτερη ζωή και να ελπίζω στον Παράδεισο. Να συνεχίζω να παλεύω. Εις τους αιώνες των αιώνων.
Επικοινωνήστε με την
Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του δεν έβλεπε παρά μονάχα έρημο. Χώμα. Άμμο. Μικρές ή μεγάλες πέτρες. Ατέλειωτα λαγκάδια ή φαράγγια. Ψηλά βουνά με επίπεδες κορυφές. Αλλά ούτε ίχνος πράσινου ή μπλε. Όλα εδώ και δύο χιλιετίες ήταν έρημος. Στο χρώμα του πηλού ή του άχυρου. Με έναν μονίμως θολό κιτρινωπό ουρανό να τη σκεπάζει.
Όσες φορές κι αν είχε δει αυτή την εικόνα στα τριάντα του χρόνια δεν έλεγε να τη συνηθίσει. Όλος ο πλανήτης ήταν πια μια τεράστια έρημος με ίχνη των άλλοτε τεράστιων ποταμών και ωκεανών τις βαθιές χαρακιές και τις τεράστιες υψομετρικές ανωμαλίες στην επιφάνεια της γης. Τα δάση δεν είχαν αφήσει κανένα ίχνος. Ούτε οι κάτοικοί του. Τίποτε δε μαρτυρούσε πια πως αυτός ο πλανήτης κάποτε κατοικούταν.
Όσοι επέζησαν της καταστροφής είχαν τραβηχτεί και ζούσαν στα έγκατα της γης, σε καλά πια οργανωμένες κοινωνίες, οι οποίες αρχικά φιλοξενούνταν στα απόλυτα εξοπλισμένα καταφύγια, που τους είχαν σώσει από τον πλήρη αφανισμό του είδους τους. Τα υπόγεια αποθέματα νερού καθώς και οι ορυκτοί παγετώνες κατέστησαν δυνατή την επιβίωσή τους. Κανείς ποτέ δεν έβγαινε στην επιφάνεια, δεν άντεχαν πια να αντικρύσουν το φως, ούτε να ανταπεξέλθουν στις υψηλές θερμοκρασίες της ημέρας και στις παγωμένες νύχτες.
Κανένας εκτός από τη σειρά του. Αρσενικές και θηλυκές μονάδες εκπαιδευμένες σε συνθήκες διαβίωσης επιφάνειας. Και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι, συμμετείχαν ανά δύο, ετερόφυλα ζεύγη συνήθως, σε εκστρατείες εξερεύνησης της επιφάνειας για ανεύρεση σημείων τυχόν ανάκαμψης του πλανήτη ή εξέλιξης νέων ειδών. Ακόμα κι αυτοί όμως φορούσαν ολόσωμες φόρμες από κεβλονίτη, υλικό υψηλής τεχνολογίας που τους προστάτευε το μέγιστο για τέσσερα συνεχόμενα εικοσιπεντάωρα από τις ακραίες θερμοκρασίες της επιφάνειας. Όποιος δεν επέστρεφε στη βάση του μετά το πέρας του τελευταίου εικοσιπενταώρου ήταν βέβαιο ότι κάπου αποσυντίθετο με γοργούς ρυθμούς.
Ο μύθος πάντως έλεγε ότι κάποιοι που δεν γύρισαν είχαν αυτομολήσει σε άλλο πλανήτη βρίσκοντας μια Πύλη στο χωροχρονικό συνεχές. Ο ίδιος μύθος υποστήριζε ότι η Πύλη υπήρχε κάπου στο Ομιχλώδες Καταπέτασμα, που χώριζε τον πλανήτη στα δύο και συγκεκριμένα στον Τομέα Άβυσσος, τον πιο απαγορευμένο απ΄όλους. Κι αυτός είχε βαρεθεί να ακούει μύθους. Είχε βαρεθεί να ζει στο κουτί του με την ίδια αηδιαστικά απαράλλαχτη ρουτίνα κάθε μέρα χωρίς να έχει τίποτε να περιμένει. Είχε βαρεθεί να τρώει με χάπια, να κοιμάται και να ξυπνάει με χάπια, να μην αρρωσταίνει με χάπια, να μην πηδάει με χάπια.
Σε εκείνη την περίπολο το είχε πάρει απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του. «Η μόνη εγγύηση που μας έχει δοθεί είναι ότι θα πεθάνουμε», είπε στον εαυτό του και τσέκαρε τον εξοπλισμό του πριν μπει στον ανελκυστήρα με τη θηλυκή μονάδα που του είχαν χρεώσει για εκείνη την εξερεύνηση και ανεβεί στην επιφάνεια.
Εκείνος φόραγε φόρμα από κεβλονίτη στο χρώμα της ερήμου για να έχει τέλεια κάλυψη σε περίπτωση που χρειαζόταν καμουφλάζ για να σώσει το τομάρι του. Εκείνη φόραγε μαύρη. Για να φαίνεται. Και περπατούσε πάντα στα εκατό μέτρα μπροστά του, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά για να έχει το χρόνο να σώσει το τομάρι του. Σε ένα σακίδιο είχαν τέσσερα ζωντανά φίδια της ερήμου – θεότυφλα απ’ τη φύση τους και εντελώς ακίνδυνα – τα μόνα άλλα ζωντανά που όργωναν τον πλανήτη πλην της ράτσας του. Αποτελούσαν την καλύτερη δυνατή λύση φρέσκιας τροφής χωρίς το φόβο αλλοίωσης λόγω καιρικών συνθηκών. Από το σακί στην κατανάλωση. Ωμά. Η βρώμα που άφηνε το πετσί τους δεν τον επηρέαζε πια. Μόνο τον πρώτο καιρό της εκπαίδευσης ξέρναγε τ΄άντερά του μέχρι να τα συνηθίσει. Για νερό ούτε λόγος, ότι τους έδινε το ψυχρόαιμο σε υγρά… Κι αν ήταν τυχεροί και βρίσκανε στη διαδρομή τους καμιά υδρία –μοιάζανε με μικρές σιδερένιες ατόλες στη μέση του πουθενά – που δεν είχε στερέψει ή δεν είχε αχρηστευτεί λόγω κακής συντήρησης, θα χρησιμοποιούσαν τα δελτία τους για να πιούνε «φρέσκο» νερό επιτόπου - η αποθήκευσή του στην επιφάνεια ήταν ανώφελη καθότι δεν θα διαρκούσε για πάνω από ένα τέταρτο στα στεγανά οποιουδήποτε σκεύους. Κάτι είχαν πει για μια νέα ανακάλυψη που θα τους έδινε ανεξαρτησία για τουλάχιστον δύο εικοσιπεντάωρα, αλλά είχε χορτάσει πια να ακούει υποσχέσεις.
Αρχηγός κάθε αποστολής, στην περίπτωση ετερόφυλων ζευγών όπως εκείνοι, ήταν πάντα η αρσενική μονάδα. Με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στο ταίρι του. «Δεν την λες πάντως άσχημη», σκέφτηκε μ’ ένα στραβό χαμόγελο καθώς κοίταζε τη γυναίκα να ελέγχει την εφαρμογή της μάσκας αναπνοής καθώς ανέβαιναν. «Καημένο θηλυκό… δεν έχει ιδέα τι την περιμένει», είπε στον εαυτό του περισσότερο σαρκάζοντας την κατάσταση παρά νιώθοντας έστω και λίγη συμπόνια για τη γυναίκα.
Ο ίδιος ήταν αποφασισμένος για όλα. Ή θα έβρισκε την Πύλη και θα πέρναγε σε ένα καλύτερο αύριο, ή θα έβρισκε την Πύλη και θα σκορπούσαν τα κομμάτια τους στο αχανές σύμπαν σε μια αιώνια περιπλάνηση. Ή, στην χειρότερη, θα ψόφαγαν σαν τα σκουλήκια πάνω στο τραχύ χώμα αυτού του αφιλόξενου πλανήτη προσπαθώντας. Πίσω πάντως δεν είχε.
Καθώς φτάσανε στην επιφάνεια και λίγο πριν ανοίξει η πόρτα, άπλωσε το χέρι του και την άρπαξε απ’ τον ώμο. Αυτή γύρισε ήρεμα, τον κοίταξε στα μάτια και περίμενε. «Πως σε λένε?», τη ρώτησε σα να την έφτυνε. «Εύα», του αποκρίθηκε εκείνη και κούμπωσε τη μάσκα της. «Εύα?», αναρωτήθηκε αυτός. «Από πότε σκατά κόψανε τους αριθμούς και δίνουν ονόματα στα θηλυκά?», συνέχισε και κούμπωσε κι αυτός τη δική του. Κι αυτή ήτανε η τελευταία φορά που θα μιλούσαν, μέχρι νεωτέρας.
Ξεκινήσανε καρφί για τον Τομέα Άβυσσος. Εκείνη που και που έριχνε κλεφτές ματιές πίσω της, πιο πολύ από περιέργεια όταν κατάλαβε προς τα που πάνε παρά για οτιδήποτε άλλο. Εκείνος της έκανε σταθερά νόημα να συνεχίζει την πορεία της στον ίδιο ρυθμό. Είχανε μπροστά τους δεκάξι ώρες περπάτημα μέχρι να φτάσουν στο Ομιχλώδες Καταπέτασμα της Αβύσσου. Χωρίς διακοπή. Φαϊ και κατούρημα μόνο τότε.
Όταν επιτέλους ζυγώσανε αρκετά ώστε να το βλέπουνε να υψώνεται μπροστά τους απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλο το μήκος του ορίζοντα και όσο ψηλά έφτανε το μάτι τους, η όρεξη για τα αναγκαία εξατμίστηκε. Το ομιχλώδες καταπέτασμα. «Πσσσ φίλε! Ο χαρακτηρισμός του πέφτει λίγος!», σκέφτηκε εκείνος ενώ η Εύα είχε πέσει στα γόνατα εκστατική προσπαθώντας να αναλάβει τις δυνάμεις της μετά από τόση πεζοπορία.
Το πρωτεύον αρσενικό συνήλθε πρώτο. Έπρεπε να στήσουν την προστασία πριν νυχτώσει, αν ήθελε να βρει ποτέ την Πύλη. Σκούντηξε άγαρμπα τη γυναίκα, και με νοήματα συνεννοήθηκαν στα γρήγορα. Η προστασία ήταν ένα είδους αντίσκηνο από κεβλονίτη, με μαλακό σκελετό καρμπονίτη, που κλειστό χώραγε σε μια μονάχα τσέπη του σακιδίου τους. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να το βγάλουν έξω και να το ακουμπήσουν στο έδαφος. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα φυσικής – στην καλύτερή της πρακτική μάλιστα.
Όταν επιτέλους χώθηκαν στην προστασία, που ίσα ίσα χώραγε τους δυό τους να ξαπλώσουν και να καθίσουν αν ήθελαν, αλλά με τίποτα να σταθούν όρθιοι, βγάλανε τις μάσκες. «Που πάμε? Τι δουλειά έχουμε εδώ? Εμένα τι θα με κάνεις?», ήρθαν οι ερωτήσεις απανωτές από κείνη. «Να σου πω...», της απάντησε ψυχρά εκείνος, «σκέφτηκα ότι στην ανάγκη θα σε φάω, αν και μεταξύ μας προτιμώ να σε πηδήξω. ΄Η ίσως κάνω και τα δύο… δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Κι όσο για το εδώ, το νου σου να χρησιμέψεις να βρούμε την Πύλη και τότε ίσως γλιτώσεις τον όμορφο κώλο σου». Και χωρίς να περιμένει την αντίδρασή της, ψάρεψε ένα φίδι απ’ το σακίδιο, το πάτησε με το γόνατο στο έδαφος και του ‘κοψε το κεφάλι με μια αποφασιστική κίνηση με το σουγιά του. Ήπιε λίγο αίμα και μετά το πέταξε στην Εύα να το αποστραγγίσει. Στη συνέχεια το έγδαρε και το έκοψε στα δύο. Η προστασία βρώμισε φρικτά αλλά το μόνο που τους ένοιαζε εκείνη την ώρα ήταν να φάνε και να ξεραθούνε στον ύπνο προστατευμένοι από την παγωνιά της νύχτας που τους είχε καλύψει.
Πριν ξημερώσει εκείνος ήταν ήδη έξω και προσπαθούσε να καταλάβει τι έπαιζε εκεί… Το Ομιχλώδες Καταπέτασμα δεν ήταν τελικά μόνο ένας νεφελώδης τοίχος… Στο πρώτο φως της μέρας μπορούσε να διακρίνει αποτυπωμένες σκιές κατά μήκος του ορίζοντα, σε λίγη μόλις απόσταση μέσα στην ομίχλη…
«Είναι οι αποτυχημένες προσπάθειες όσων θέλησαν να περάσουν απέναντι», άκουσε την Εύα πίσω του. Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Τι ξέρεις?», τη ρώτησε με έκδηλη την έκπληξη στη φωνή του. «Ξέρω ότι όσοι συνειδητά ή κατά λάθος θέλησαν να περάσουν την Πύλη και δεν υπολόγισαν καλά τα πράγματα, άφησαν το ψυχικό τους αποτύπωμα σαν αιώνια ιχνογραφία μέσα στο παραπέτασμα… Επίσης ξέρω πως η μόνη ώρα που εμφανίζεται η πύλη είναι η εικοστή πέμπτη ώρα». «Και που είναι η Πύλη? Πως θα τη βρούμε?», τη ρώτησε όλο αγωνία εκείνος τώρα. «Μακάρι να ήξερα, ειλικρινά», του απάντησε η Εύα και γύρισε να μαζέψει με τρεις μεθοδευμένες κινήσεις την προστασία τους.
Εκείνος κάλυψε με τις χούφτες του το πρόσωπό του και ξεφύσηξε παρατεταμένα. «Λοιπόν, κάτι μου λέει να πάμε προς τα δεξιά… Κούμπωσε τη μάσκα σου πριν ανέβει ο ήλιος. Φύγαμε», πρόσταξε ανακτώντας την αυτοκυριαρχία του.
Το επόμενο βράδυ τους βρήκε στην ίδια κατάσταση με το προηγούμενο. Με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές κάνανε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Προστασία, ο όφις ο σιτευτός, ύπνος. Θα ήθελαν και οι δύο να εκμεταλλευτούν τη νύχτα για αναζήτηση της Πύλης αλλά το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό που μπορούσες να το κόψεις με το σουγιά. Κι έτσι χωρίς να ανταλλάξουνε κουβέντα κοιμήθηκαν εκ περιτροπής. Το ξημέρωμα της τρίτης μέρας, με τα περιθώρια να στενεύουν σαν τριχιά γύρω απ΄το λαιμό τους, πετάχτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα και κοιτάχτηκαν. «Θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε τη νύχτα», τόλμησε να ξεστομίσει εκείνη. «Και πως ακριβώς, για να έχουμε καλό ρώτημα, θεωρείς ότι θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό?», τη ρώτησε ειρωνικά εκείνος αλλά τον έτρωγε η περιέργεια να ακούσει. «Το βράδυ το Ομιχλώδες Καταπέτασμα φωσφορίζει ελαφρώς. Αν περπατούσαμε κατά μήκος σε πολύ κοντινή απόσταση θα μπορούσαμε να…». «Σε τρώει ο κώλος σου να σε ρουφήξει το μαγνητικό του πεδίο, έτσι? Γιατί εσύ θα περπατάς από μέσα, εννοείται!», την έκοψε απότομα εκείνος προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά στη χροιά της φωνής του για την ιδέα της. Ναι, ήτανε καλή ιδέα. Αλλά και να μην ήτανε, το κάθε λεπτό που πέρναγε ήταν πολύτιμο γιατί τους έφερνε πιο κοντά στην ημερομηνία λήξης της στολής τους… Πιο κοντά στο θάνατο. Οπότε ναι, θα τα διακινδύνευε όλα, από μια μικρή απόσταση ασφαλείας βάζοντας την Εύα να περπατάει πλάι στο Ομιχλώδες Καταπέτασμα κι αλίμονό της έτσι και στραβοπάταγε… Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνο χαμογέλασε όταν δεν την κοιτούσε. «Σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει», μονολόγησε.
Καθώς περπάταγαν μέσα στην έρημο πότε κοιτάζοντας μπροστά και πότε προς τις σκιές μέσα στο νεφέλωμα, και πλησιάζοντας προς το τελείωμα της μέρας, όχι πολύ μακριά τους εντόπισαν μια υδρία! «Νερό!», σχεδόν φώναξε κι ας μην ακουγόταν με τη μάσκα η Εύα. Άρχισαν να τρέχουνε σαν παλαβοί. Όταν έφθασαν, τη γύρισαν γύρω γύρω μέχρι που εντόπισαν τη σιδερένια πόρτα. Εκείνος έψαξε για τα δελτία τους, απομεινάρια μιας άλλης εποχής εμπορικών συναλλαγών, και όταν τα βρήκε έβαλε το πρώτο στη σχισμή δίπλα στην πόρτα. Ακούστηκε ένας δυσοίωνος ήχος και η πόρτα απασφάλισε! Η Εύα χοροπήδησε επιτόπου και μετά μπήκε πρώτη μέσα στο μικρό κυκλικό δωμάτιο, για παν ενδεχόμενο κινδύνου… Την ακολούθησε κι εκείνος σε απόσταση αναπνοής. Η μία και μοναδική προθήκη με τους κύβους κατεργασμένου ύδατος ήταν εντελώς κατεστραμμένη. Κοίταξαν ένα γύρω. Νερό πουθενά, ούτε για δείγμα.
Σύρθηκαν με την πλάτη στο τοίχωμα και κάθισαν κάτω, ο ένας απέναντι από τον άλλον, εντελώς απογοητευμένοι. Και διαβολεμένα διψασμένοι. Εκείνος την κοίταξε περίεργα και έβγαλε τη μάσκα του. Την έβγαλε αμέσως κι εκείνη. «Μη σου μπαίνουν τίποτα περίεργες ιδέες», του γρύλισε. «Σκεφτόμουνα ότι μιας και θα συνεχίσουμε και τη νύχτα απόψε να φάμε κατά παραχώρηση και τώρα. Κοντεύουμε να αφυδατωθούμε και δε μου χρησιμεύεις σε τίποτα άμα ψοφήσεις», της είπε εκείνος ξερά. «Ή σχεδόν τίποτα», πρόσθεσε μ’ ένα απ’ τα στραβά του χαμόγελα.
Αφού έφαγαν, άφησαν την υδρία και περπάτησαν μέχρι που έφτασαν στο ένα μέτρο από το Ομιχλώδες Καταπέτασμα. Η Εύα πήρε τη θέση της στη μέσα μεριά. Είχε σουρουπώσει και ήταν ξεκάθαρο ότι μπορούσαν να ακολουθήσουν κατά μήκος το νεφέλωμα, που φωσφόριζε με ένα ελαφρύ υποκίτρινο χρώμα, κάνοντας τις αποτυπωμένες σκιές να μοιάζουν με φρικαλέα φαντάσματα. Κατά διαστήματα, μεγαλύτερες συμπυκνώσεις φωτός τους έκαναν να πιστεύουν ότι βρήκαν την Πύλη. Μία από αυτές τις φορές την Εύα παραλίγο να τη ρουφήξει το μαγνητικό πεδίο του Καταπετάσματος. Εκείνος όμως την άρπαξε απ’ τον καρπό και την έσωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση συντελέστηκε μεταξύ τους εκείνη την μοιραία στιγμή… Κρατήθηκαν για λίγο και χωρίς να αφήσουν τα χέρια τους συνέχισαν να περπατάνε. Πλησίαζε η εικοστή πέμπτη ώρα. Κι εκεί που νόμιζαν ότι θα πέθαιναν μη έχοντας έστω γνωρίσει μια φορά τη χαρά του έρωτα, κάτι έλαμψε με το γαλάζιο του φθορίου στα πενήντα μέτρα μακρυά τους. Συνέχισαν να περπατούν στον ίδιο ρυθμό, μη μπορώντας να πιστέψουν ότι τους χαμογέλασε η τύχη. Κι όμως! Αντίκρισαν μια Πύλη! Ναι σίγουρα! Έμοιαζε με καθρέπτη, εξέπεμπε ένα απαλό γαλάζιο χρώμα και ταλαντεύονταν σαν να ήταν φτιαγμένη από ζελέ! Γυρίσανε και κοιταχτήκανε. Και μετά, λες και κάποιος τους είχε δώσει το σύνθημα, πήδηξαν ταυτόχρονα μέσα!
Ένιωσαν να στροβιλίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς κάθε κατεύθυνση. Στο τέλος σκάσανε με τα μούτρα πάνω σε κάτι απαλό και πράσινο σχεδόν γυμνοί. Τα ρούχα τους είχαν μάλλον εκπληρώσει την αποστολή τους και λιώσανε στη διάρκεια του ταξιδιού στο χωροχρόνο. Σηκώθηκαν και κοίταξαν γύρω τους σαν μαγεμένοι. Η φύση οργίαζε σε χρώματα και αρώματα! Μπορούσαν να ακούσουν νερό να τρέχει! Νερό! Αληθινό, φρέσκο νερό! Διαφόρων αγνώστων ειδών πουλιά και ζώα υπήρχαν ήρεμα παντού.
Αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να ουρλιάζουν απ’ τη χαρά τους! Τα είχαν καταφέρει! Αυτό που βλέπανε ήταν πάνω από κάθε προσδοκία τους! Και ξαφνικά η Εύα τον άφησε, άπλωσε το χέρι της σ’ένα κλαδί στο δέντρο από πάνω τους και βούτηξε σφιχτά ένα φίδι! «Μη με φας», είπε απλά και το πρότεινε σε κείνον. «Ηλίθια γυναίκα! Τόσες μέρες δεν βαρέθηκες πια να τρως φίδια?», της απάντησε χαμογελώντας πονηρά εκείνος και απλώνοντας το χέρι του πάνω έκοψε και της πρόσφερε ένα μήλο…